θεομηνία

θεομηνία
η (AM θεομηνία)
η οργή τού θεού
νεοελλ.
μεγάλη καταστροφή που προέρχεται από κακοκαιρία, σεισμό, πλημμύρα κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + μήνις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θεομηνία — θεομηνίᾱ , θεομηνία wrath of God fem nom/voc/acc dual θεομηνίᾱ , θεομηνία wrath of God fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεομηνίᾳ — θεομηνίᾱͅ , θεομηνία wrath of God fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεομηνία — η κάθε αιτία (ανεμοθύελλα, χαλάζι, σεισμός κτλ.) που προξενεί μεγάλες καταστροφές, ιδιαίτερα στη γεωργία: Σ αυτούς που πλήττονται από θεομηνίες το κράτος χορηγεί έκτακτη βοήθεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεομηνίας — θεομηνίᾱς , θεομηνία wrath of God fem acc pl θεομηνίᾱς , θεομηνία wrath of God fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεομηνίαι — θεομηνίᾱͅ , θεομηνία wrath of God fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεομηνίαν — θεομηνίᾱν , θεομηνία wrath of God fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεομηνίαις — θεομηνία wrath of God fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανοικοδόμηση — η (AM ἀνοικοδόμησις, εως) η εκ νέου οικοδόμηση, ξαναχτίσιμο, επανίδρυση νεοελλ. 1. η εκ νέου κατασκευή των οικοδομημάτων μιας περιοχής που καταστράφηκαν από πόλεμο ή θεομηνία 2. η ανασυγκρότηση, η οικονομική ανόρθωση μιας χώρας ή ενός τομέα της… …   Dictionary of Greek

  • βιβλικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Βίβλο, στην Αγία Γραφή 2. φρ. α) «βιβλική μορφή» σεβαστή μορφή που θυμίζει πρόσωπο της Βίβλου β) «βιβλική καταστροφή» θεομηνία σαν αυτές που περιγράφονται στη Βίβλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Βίβλος πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • δαπάνημα — το (AM δαπάνημα, Μ και δαπάνεμα) [δαπανώ] τα είδη ή τα χρήματα που έχουν ξοδευτεί μσν. συμφορά, θεομηνία αρχ. πληθ. εφόδια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”